- λυπηρός
- -ή, -ό, θηλ. και -ά (AM λυπηρός, -ά, -όν)(για πρόσ. ή πράγμ.) αυτός που προξενεί λύπη, θλιβερός, οδυνηρός, δυσάρεστος (α. «μόλις άκουσε τα λυπηρά συμβάντα έτρεξε να τήν παρηγορήσει» β. «ἐρεῑς μὲν οὐχὶ νῡν γέ μ' ὡς ἄρξασά τι λυπηρὸν εἶτα σοῡ τάδ' ἐξήκουσ' ὕπο», Σοφ.γ. «ἀλλ' ὅμως ἔτ' ἂν λυπηρὸς ἡμῑν τούσδ' ἂν ἐκλίποι δόμους», Ευρ.)μσν.πένθιμοςμσν.-αρχ.1. λυπημένος, θλιμμένος («καρδία εὐφραινομένη εὐεκτεῑν ποιεῑ, ἀνδρὸς δὲ λυπηροῡ ξηραίνεται τὰ ὀστᾱ», ΠΔ)2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λυπηρόνθλιβερή κατάστασηαρχ.αυτός που προξενεί ενόχληση, ενοχλητικός («λυπηρός οὐκ ἦν οὐδ' ἐπίφθονος πόλει οὐδ ἐξεριστὴς τῶν λόγων», Ευρ.).επίρρ...λυπηρώς και -ά (AM λυπηρῶς)1. με τρόπο που προξενεί λύπη, θλιβερά2. με πόνο, με λύπη, οδυνηρά («που καθισμένη ευρήκαμε στο έρμο περιγιάλι και λυπηρά ετραγούδαε τής άνοιξης τά κάλλη», Σολωμ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < λύπη + κατάλ. -ηρός (πρβλ. ανθ-ηρός, πενθ-ηρός)].
Dictionary of Greek. 2013.